- ὀμφάκινον
- ὀμφάκινοςmade from unripe grapesmasc acc sgὀμφάκινοςmade from unripe grapesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομφάκινος — η, ο (ΑΜ ὀμφάκινος, ίνη, ον) [όμφαξ] 1. αυτός που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια, από αγουρίδες («ομφάκινος οίνος») 2. (για λάδι) αυτός που παράγεται από άγουρες ελιές («ἔλαιον πρὸς τὴν ἐν ὑγείᾳ χρῆσιν ἄριστον... ὅ καὶ ὀμφάκινον καλεῑται»,… … Dictionary of Greek
αγουρέλαιο — και αγουρόλαδο, το (το «ὀμφάκινον ἔλαιον» των αρχαίων) (Τροφ. Τεχνολ.) πρόσφατο ελαιόλαδο, καλής συνήθως ποιότητας, με ευχάριστη χαρακτηριστική οσμή ελιάς. Λαμβάνεται με έκθλιψη τών καρπών τής ελιάς, που συλλέγονται πριν ωριμάσουν τελείως. Η ίδια … Dictionary of Greek